- τεμπεραμέντο
- τοταμπεραμέντο (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τεμπεραμέντο — το, Ν βλ. ταμπεραμέντο … Dictionary of Greek
ταμπεραμέντο — και τεμπεραμέντο, το, Ν ιδιοσυγκρασία («έχει μεσογειακό ταμπεραμέντο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. temperamento < λατ. temperamentum «κράση» (< tempero «αναμιγνύω, ρυθμίζω» + mens, mentis «νους ψυχή»)] … Dictionary of Greek